rigide
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rigide | rigides |
rigide (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rigido | rigidi |
θηλυκό | rigida | rigide |
rigide (it)