rind
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rind | rinds |
rind (en)
- το σκληρό εξωτερικό περίβλημα, π.χ. καρπού, τυριού
- η φλούδα (κυρίως των εσπεριδοειδών)
- I peel the rind of citrus fruits : ξεφλουδίζω τη φλούδα των εσπεριδοειδών
- κρούστα που περιβάλλει τυριά (είτε από ζύμωση, είτε από άλλο υλικό)
- cheese with a whitish rind : τυρί με λευκή φλοίδα μούχλας
- η φλούδα (κυρίως των εσπεριδοειδών)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | rind |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rinds |
αόριστος | rinded |
παθητική μετοχή | rinded |
ενεργητική μετοχή | rinding |
rind (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εσθονικά (et)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rind (et)