rivalo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rivalo | rivaloj |
αιτιατική | rivalon | rivalojn |
rivalo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rivalo | rivaloj |
αιτιατική | rivalon | rivalojn |
rivalo (eo)