road

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
road roads

Ετυμολογία [επεξεργασία]

road < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

road (en)

  • ο δρόμος, το οδόστρωμα, μια σκληρή επιφάνεια που είναι κατασκευασμένη για να κινούνται τα οχήματα
    main/side roads - κύριοι/δευτερεύοντες δρόμοι
    asphalt/paved road - ασφαλτοστρωμένος δρόμος
    dirt road - άστρωτος δρόμος/χωματόδρομος
    rough road - παλιόδρομος
    country road - αγροτικός δρόμος
    (βρετανικά αγγλικά) a switchback road - δρόμος όλο στροφές
    (αμερικανικά αγγλικά) a winding road - δρόμος όλο στροφές
    gravel road - δρόμος με χαλίκι/οδόστρωμα από χαλίκι
    Athens is connected to Chalkida by road and by rail.
    Η Αθήνα συνδέεται με τη Χαλκίδα οδικώς και σιδηροδρομικώς.

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • road στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές[επεξεργασία]



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Μετοχή[επεξεργασία]

road (sv)