road
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
road | roads |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- road < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
road (en)
- ο δρόμος, το οδόστρωμα, μια σκληρή επιφάνεια που είναι κατασκευασμένη για να κινούνται τα οχήματα
- ↪ main/side roads - κύριοι/δευτερεύοντες δρόμοι
- ↪ asphalt/paved road - ασφαλτοστρωμένος δρόμος
- ↪ dirt road - άστρωτος δρόμος/χωματόδρομος
- ↪ rough road - παλιόδρομος
- ↪ country road - αγροτικός δρόμος
- ↪ (βρετανικά αγγλικά) a switchback road - δρόμος όλο στροφές
- ↪ (αμερικανικά αγγλικά) a winding road - δρόμος όλο στροφές
- ↪ gravel road - δρόμος με χαλίκι/οδόστρωμα από χαλίκι
- ↪ Athens is connected to Chalkida by road and by rail.
- Η Αθήνα συνδέεται με τη Χαλκίδα οδικώς και σιδηροδρομικώς.
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- road στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές[επεξεργασία]
- road - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 249, 617. ISBN 9780194325684., λήμμα: δρόμος, οδόστρωμα
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
road (sv)