roaming

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
roaming roamings

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈrəʊmɪŋ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

roaming (en)

  1. η περιπλάνηση, το τριγύρισμα, το γύρισμα
    Roaming the streets doesn’t do any good for him.
    Δεν του κάνει καλό το γύρισμα στους δρόμους.
  2. (τεχνολογία) περιαγωγή

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

roaming (en)