roaring
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
roaring (en)
- που μουγγρίζει πολύ έντονα από τον πόνο, μουγκρίζοντας
- που βρυχάται, όπως το λεοντάρι, βρυχώμενος
- που γελάει με περίεργο τρόπο (δυνατά)
Επίθετο[επεξεργασία]
roaring (en)
- πολύ επιτυχημένος, που κάνει ντόρο, πάταγο, επικερδής