rocailleux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rocailleux | rocailleux |
θηλυκό | rocailleuse | rocailleuses |
Επίθετο[επεξεργασία]
rocailleux (fr)
- γεμάτος χαλίκια
- (μεταφορικά) δυσάρεστος στην ακοή, κακοτράχαλος