romanesque
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- romanesque < roman
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
romanesque | romanesques |
romanesque (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- μυθιστορηματικός, που ταιριάζει σε μυθιστόρημα
- (μεταφορικά) ρομαντικός