rongeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rongeur < ronger
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rongeur | rongeurs |
θηλυκό | rongeuse | rongeuses |
rongeur (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rongeur | rongeurs |
rongeur (fr) αρσενικό
- το τρωκτικό