rot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rot | rots |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rot (fr) αρσενικό
- το ρέψιμο
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
rot (en)
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
rot (de)