rouleau compresseur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

rouleau compresseur < rouleau + compresseur

Έκφραση[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
rouleau compresseur rouleaux compresseurs

rouleau compresseur (fr) αρσενικό

  1. ο οδοστρωτήρας
  2. (μεταφορικά) κάτι που ισοπεδώνει, καταστρέφει οτιδήποτε βρίσκεται στο πέρασμά του