rouleau compresseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rouleau compresseur < rouleau + compresseur
Έκφραση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
rouleau compresseur | rouleaux compresseurs |
rouleau compresseur (fr) αρσενικό
- ο οδοστρωτήρας
- (μεταφορικά) κάτι που ισοπεδώνει, καταστρέφει οτιδήποτε βρίσκεται στο πέρασμά του