row
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
row | rows |
row (en)
- γραμμή
- καβγάς
- (βάσεις δεδομένων) η γραμμή ενός πίνακα στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | row |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rows |
αόριστος | rowed |
παθητική μετοχή | rowed |
ενεργητική μετοχή | rowing |
row (en)