rușine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rușine (ro) θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του rușine
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o rușine | rușinea | nişte rușini | rușinile |
γενική | a unei rușini | rușinii | a unor rușini | rușinilor |
δοτική | a unei rușini | rușinii | a unor rușini | rușinilor |
αιτιατική | o rușine | rușinea | nişte rușini | rușinile |
κλητική | — | - | — | - |