rudely

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός rudely
συγκριτικός more rudely
υπερθετικός most rudely

Ετυμολογία [επεξεργασία]

rudely < rude + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

rudely (en)

  • αγενώς
    She rudely refused his offer for them to meet.
    Αρνήθηκε αγενώς την προσφορά του να συναντηθούν.
     συνώνυμα: abruptly