ruminant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ruminant (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ruminant (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ruminant | ruminants |
θηλυκό | ruminante | ruminantes |
ruminant (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ruminant | ruminants |
ruminant (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ruminer