rusty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
rusty (en)
- σκουριασμένος
- (μεταφορικά) αποδυναμωμένος από την αδράνεια
- (μεταφορικά) σκουριασμένος σε επαγγελματικά ζητήματα λόγω μη επιμόρφωσης, μη γνώσης της προόδου που έχει εν τω μεταξυ επιτευχθεί σε τομείς του επαγγέλματος που ασκεί κάποιος
- κοκκινοτρίχης, κοκκινομάλλης
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- rusty nail : κοκτέιλ με ντραμπουϊ και ουϊσκι
- turn rusty : ξινίζω, δυστροπώ, στραβομουτσουνιάζω