séant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

séant < → δείτε τη λέξη seoir

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /se.ɑ̃/

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό séant séants
θηλυκό séante séantes

séant (fr)

  1. αυτός που εδράζει
  2. αρμόζων

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
séant séants

séant (fr) αρσενικό

  1. (οικείο) πισινός, κώλος

Εκφράσεις[επεξεργασία]