séant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- séant < → δείτε τη λέξη seoir
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | séant | séants |
θηλυκό | séante | séantes |
séant (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
séant | séants |
séant (fr) αρσενικό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- se mettre sur son séant: ανασηκώνομαι για να μείνω καθιστός (λέγεται για κάποιον που ήταν ξαπλωμένος)