séducteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /se.dyk.tœʁ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | séducteur | séducteurs |
θηλυκό | séductrice | séductrices |
séducteur (fr)
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | séducteur | séducteurs |
θηλυκό | séductrice | séductrices |
séducteur (fr) αρσενικό