söndag
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- söndag < αρχαία σουηδική sunnodagher < αρχαία νορδική γλώσσα sunnudagr < πρωτογερμανική *sunnōniz dagaz
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
söndag (sv)