sûreté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sûreté | sûretés |
sûreté (fr) θηλυκό
- η ασφάλεια
ενικός | πληθυντικός |
sûreté | sûretés |
sûreté (fr) θηλυκό