sablière

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sablière sablières

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sablière (fr) θηλυκό

  1. (τεχνολογία) μεγάλο οριζόντιο δοκάρι που υποστηρίζει άλλα, σε ξύλινη δομή
  2. αμμορυχείο

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη sable