saccharine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- saccharine: → δείτε saccharine στο γαλλικό Βικιλεξικό
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
saccharine (fr) θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- saccharine - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- saccharine - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online