sacrilège
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sa.kʁi.lɛʒ/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sacrilège | sacrilèges |
sacrilège (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sacrilège | sacrilèges |
sacrilège (fr) αρσενικό ή θηλυκό