sadomasochiste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sadomasochiste sadomasochistes

sadomasochiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σαδομαζοχιστής - σαδομαζοχίστρια

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sadomasochiste sadomasochistes

sadomasochiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σαδομαζοχιστικός