safety

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
safety safeties

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

safety (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η ασφάλεια, η κατάσταση της προστασίας από κίνδυνο ή βλάβη
    Pay attention to the safety instructions.
    Δώστε προσοχή στις οδηγίες ασφαλείας.
    Your personal safety is at stake.
    Κινδυνεύει η προσωπική σου ασφάλεια.
    Safety first!
    Προπαντός ασφάλεια!
  2. (μη μετρήσιμο) η ασφάλεια, κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την απουσία κινδύνου
    He immediately fell asleep in the safety of his mother’s arms.
    Αποκοιμήθηκε αμέσως μέσα στην ασφάλεια της μητρικής αγκαλιάς.
    For greater safety, lock the main entrance at night.
    Για μεγαλύτερη ασφάλεια να κλειδώνετε το βράδυ την κεντρική είσοδο.
    The gathering was forbidden for reasons of public safety.
    Η συγκέντρωση απαγορεύτηκε για λόγους δημόσιας ασφάλειας.
     συνώνυμα: security
  3. η ασφάλεια, μια συσκευή που εμποδίζει ένα όπλο να πυροβολήσει ή μια μηχανή να λειτουργήσει κατά λάθος
    the safety on the rifle - η ασφάλεια του τουφεκιού
    the safety of a car door’s lock - η ασφάλεια της πόρτας αυτοκινήτου

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]