salé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | salé | salés |
θηλυκό | salée | salées |
salé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | salé | salés |
θηλυκό | salée | salées |
salé (fr)