salami
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
salami (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
salami | salamis |
salami (fr) αρσενικό
- το σαλάμι
Λετονικά (lv)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
salami (lv)
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
salami (nl) αρσενικό