salivate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

salivate (en)

  • μου τρέχουν τα σάλια (κυριολεκτικά και μεταφορικά)