salsa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
salsa (en)
- (γαστρονομία) καυτερή σάλτσα, ειδικά στη μεξικάνικη μαγειρική
- ο χόρος σάλσα
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
salsa (es)
- (γαστρονομία) σάλτσα
- ο χόρος σάλσα
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
salsa (it)