salut
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
salut | saluts |
salut (fr) αρσενικό
- η σωτηρία
- o χαιρετισμός, τα χαιρετίσματα
Επιφώνημα[επεξεργασία]
salut (fr)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
salut (pl) αρσενικό
- χαιρετισμός με ομοβροντία
- στρατιωτικός χαιρετισμός