sambuco

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sambuco < λατινική sambucus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sambuco (it) αρσενικό

  1. (φυτό) είδος θάμνου ο σαμπούκος
  2. μικρό παραδοσιακό αραβικό ιστιοφόρο με τριγωνικά πανιά (λατίνια)