sapo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sapo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sapo | sapoj |
αιτιατική | sapon | sapojn |
sapo (eo)
- το σαπούνι
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sapo (es) αρσενικό
- το φρύνος