satira
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- satira < satur.
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
satira (la) θηλυκό
- (λογοτεχνία) άλλη μορφή του satura, -ae
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | satĭra | satĭrae |
γενική | satĭrae | satĭrārum |
δοτική | satĭrae | satĭrīs |
αιτιατική | satĭram | satĭrās |
κλητική | satĭra | satĭrae |
αφαιρετική | satĭrā | satĭrīs |