saturé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | saturé | saturés |
θηλυκό | saturée | saturées |
saturé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | saturé | saturés |
θηλυκό | saturée | saturées |
saturé (fr)