saved
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
saved (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
saved (en)
- σωμένος (π.χ. από αμάρτημα, από κίνδυνο)
- αποθηκευμένος, φυλαγμένος
saved (en)
saved (en)