scald

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: scold

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skɔːld/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
scald scalds

scald (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας scald
γ΄ ενικό ενεστώτα scalds
αόριστος scalded
παθητική μετοχή scalded
ενεργητική μετοχή scalding

scald (en)

  1. καίω, προκαλώ σε κάποιον έγκαυμα
    I scalded my tongue with the hot coffee.
    Έκαψα τη γλώσσα μου με τον καυτό καφέ.
     συνώνυμα: burn
  2. ζεσταίνω ένα υγρό μέχρι να βράσει