scarabée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
scarabée | scarabées |
scarabée (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
scarabée | scarabées |
scarabée (fr) αρσενικό