scellement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
scellement | scellements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
scellement (fr) αρσενικό
- το σφράγισμα
ενικός | πληθυντικός |
scellement | scellements |
scellement (fr) αρσενικό