schalten
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
schalten (de) (μεταβατικό)
- (για οχήματα) αλλάζω ταχύτητα
- αντιδρώ
- καταλαβαίνω
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- schalten und walten - κάνω του κεφαλιού μου