scheinen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρήμα[επεξεργασία]

scheinen (de)

  1. λάμπω
    die Sonne scheint - ο ήλιος λάμπει
  2. φαίνομαι, μοιάζω
    es scheint ihm gleichgültig zu sein - φαίνεται ότι του είναι αδιάφορο