scherzo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
scherzo (fr) αρσενικό
- το σκέρτσο
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
scherzo | scherzi |
scherzo (it)