schwach

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 
 

Επίθετο[επεξεργασία]

schwach (de)

  1. αδύνατος, αδύναμος
  2. ελαφρός, ελαφρύς
  3. μικρός, χαμηλός, αμυδρός
  4. ασθενής
  5. ομαλός

Αντώνυμα[επεξεργασία]

  1. stark

Κλίση[επεξεργασία]