secourisme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
secourisme secourismes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

secourisme (fr) αρσενικό

  1. η παροχή των πρώτων βοηθειών
  2. δίπλωμα πρώτων βοηθειών

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη secourir