sedentary
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
sedentary < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική sédentaire < λατινική sedentarius < sedeo
Επίθετο[επεξεργασία]
sedentary (en)
- καθιστικός
- a sedentary job
- που δεν μετακινείται, δεν αλλάζει τόπο διαμονής, μη αποδημητικός