sedentary

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sedentary < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική sédentaire < λατινική sedentarius < sedeo

Επίθετο[επεξεργασία]

sedentary (en)

  1. καθιστικός
    a sedentary job
  2. που δεν μετακινείται, δεν αλλάζει τόπο διαμονής, μη αποδημητικός

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]