self-confidence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- self-confidence < self- + confidence
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
self-confidence (en) (μη μετρήσιμο)
- η αυτοπεποίθηση
- ↪ He looked full of self-confidence.
- Έδειχνε γεμάτος αυτοπεποίθηση.
- ↪ He looked full of self-confidence.