sentiment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sentiment sentiments

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sentiment (en)

  • το αίσθημα, η γνώμη του κοινωνικού συνόλου για κάτι
    Injustices that offend the public sentiment.
    Aδικίες που προσβάλλουν το κοινό αίσθημα.
     συνώνυμα: feelings



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sentiment sentiments

sentiment (fr) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]