serpente
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- serpente < (κληρονομημένο) λατινική serpens
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
serpente (it)
- (ερπετό) το φίδι
- (μεταφορικά) για άνθρωπο που λέμε ότι είναι φίδι
- (θρησκεία) σύμβολο σε πολλές θρησκείες
- (λογοτεχνία) συμβολίζει τον σατανά είτε εμφανίζεται σαν τέρας
- (δημοσιογραφία) φουσκωμένες ειδήσεις που δημιουργήθηκαν ειδικά για να προσελκύσουν την προσοχή του κοινού.
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
serpente (pt) αρσενικό
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα λατινικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ιταλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Φίδια (αγγλικά)
- Ζώα (αγγλικά)
- Μεταφορικοί όροι (ιταλικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πορτογαλικά)
- Φίδια (πορτογαλικά)
- Ζώα (πορτογαλικά)