serre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
serre | serres |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
serre (fr) θηλυκό
- το γαμψό νύχι των πουλιών
- το θερμοκήπιο
ενικός | πληθυντικός |
serre | serres |
serre (fr) θηλυκό