serveur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
serveur | serveurs |
serveur (fr) αρσενικό
- ο σερβιτόρος, το γκαρσόν, το γκαρσόνι
- (πληροφορική) ο διακομιστής, ο εξυπηρετητής, ο / η σέρβερ