servo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

servo < serv- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική servo servoj
αιτιατική servon servojn

servo (eo)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

servo < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈser.woː/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

servo (la) (servō1, servāvī, servātum, servāre)

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]